-
1 τεκτοσύνη
τεκτοσύνη, ἡ,A the art of a joiner, carpentry,ἀνὴρ εὖ εἰδὼς τεκτοσυνάων Od.5.250
; ἄτιμον χέρα τεκτοσύνας hand unhonoured in its art, E.Andr. 1015 (lyr.): metaph.,τ. ἐπέων AP7.159
(Nicarch.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > τεκτοσύνη
См. также в других словарях:
όργανος — ὄργανος, άνη, ον, θηλ. και ὀργάνα (Α) [όργανον] αυτός που κατασκευάζει κάτι («τίνος εἵνεκ ἄτιμον ὀργάναν χέρα τεκτοσύνας Ἐνυαλίῳ... προσθέντες τάλαιναν... μεθεῑτε Τροίαν;», Ευρ.) … Dictionary of Greek